ΠΟΣΟ ΣΥΧΝΑ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ Ο ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΜΑΣΤΟΥ ;
Τι είναι καρκίνος μαστού; Ως καρκίνος του μαστού περιγράφεται ο ανεξέλεγκτος πολλαπλασιασμός των κυττάρων στους ιστούς του μαστού. Φυσιολογικά, τα κύτταρα πολλαπλασιάζονται με συγκεκριμένο ρυθμό, προκειμένου τα «γερασμένα» κύτταρα να αποπίπτουν και νέα, υγιή κύτταρα να τα αντικαθιστούν. Με την πάροδο της ηλικίας όμως, εξαιτίας κάποιων παραγόντων, η λειτουργία του ελέγχου μπορεί να διαταραχθεί και ο πολλαπλασιασμός των κυττάρων να είναι ανεξέλεγκτος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μορφώματος.
Ένα μόρφωμα στο μαστό μπορεί να είναι καλοήθες ή κακοήθες (καρκίνος). Ο καρκίνος του μαστού, συνήθως, εντοπίζεται είτε στους γαλακτοφόρους πόρους (σωληνάκια, που μεταφέρουν το γάλα στη θηλή, κατά τη γαλουχία), είτε στα λόβια του μαστού (αδένες, που παράγουν το μητρικό γάλα). Εμφανίζεται σε γυναίκες και άνδρες, αν και τους άνδρες είναι εξαιρετικά σπάνιος.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, περισσότερες από 2.300.000 γυναίκες ετησίως, διαγιγνώσκονται με καρκίνο του μαστού, γεγονός που τον καθιστά τη συχνότερη μορφή καρκίνου στον ενήλικο πληθυσμό. Στην Ευρώπη, περισσότερες από 380.000 γυναίκες εμφανίζουν καρκίνο στο μαστό κάθε χρόνο. Περίπου 96.000 χάνουν τη ζωή τους λόγω της ασθένειας. Αντίστοιχα, στην Ελλάδα ο καρκίνος του μαστού αποτελεί την 3η συχνότερη αιτία θανάτου από καρκίνο, καθώς εμφανίζεται σε περισσότερες από 7.000 νέες περιπτώσεις το έτος.
ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΤΥΠΟΙ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ ;
Ο καρκίνος μαστού περιλαμβάνει διάφορες ιστολογικές κατηγορίες και διαφορετικές κλινικές οντότητες. Η ιστολογική ταυτοποίησή του πραγματοποιείται με βιοψία και κυτταρολογική ανάλυση. Μια γενική κατηγοριοποίηση θα μπορούσε να γίνει -με βάση την εντόπισή του- σε πορογενή καρκινώματα και λοβιακά καρκινώματα.
Α. Πορογενή Καρκινώματα
1) Μη Διηθητικό Πορογενές Καρκίνωμα in situ (DCIS): Ο DCIS είναι ο πιο συχνός μη διηθητικός καρκίνος μαστού και αντιστοιχεί στο 20% του συνολικού αριθμού πρωτοεμφανιζόμενων καρκίνων του μαστού. Αναπτύσσεται μέσα στο κύτταρα των πόρων χωρίς να διασπά τη βασική μεμβράνη των κυττάρων αυτών.
2) Διηθητικό Πορογενές Καρκίνωμα, χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (IDC – NOS): Το διηθητικό πορογενές καρκίνωμα αντιπροσωπεύει στο περίπου 75% του συνόλου των καρκίνων του μαστού. Προέρχεται από τα κύτταρα των γαλακτοφόρων πόρων του μαστού, διαπερνά τα τοιχώματα του πόρου και αναπτύσσεται στους ιστούς επιχωρίως.
3) Μυελοειδές (medullary) Καρκίνωμα: Ο συγκεκριμένος τύπους, αφορά το 5-8% των καρκίνων του μαστού και συνήθως εμφανίζεται σε γυναίκες < 50 ετών.
4) Βλεννώδες (mucinous) ή Κολλοειδές (colloid) Καρκίνωμα: Οι τύποι αυτοί παρατηρούνται σε ποσοστό 1-2% των διηθητικών καρκίνων του μαστού, κυρίως σε γυναίκες ηλικίας 60-70 ετών.
5) Σωληνώδες (tubular) Καρκίνωμα: Εντοπίζεται κυρίως σε γυναίκες μέσου όρους ηλικίας τα 50 έτη. Έχει πολύ καλή πρόγνωση, όταν ανευρίσκεται σε αμιγή μορφή, αλλά μπορεί να έχει πολυεστιακή ανάπτυξη (35%-50%) και αμφοτερόπλευρη εντόπιση (38%).
6) Διηθητικό Θηλώδες (papillary) Καρκίνωμα: Είναι εξαιρετικά σπάνιος τύπου καρκίνου (1% του συνολικού αριθμού των καρκίνων μαστού). Συναντάται σε γυναίκες που είναι σε εμμηνόπαυση και έχει πολύ καλή πρόγνωση.
7) Φλεγμονώδες Καρκίνωμα: Ο φλεγμονώδης καρκίνος του μαστού είναι ιδιαιτέρως σπάνιος (<1% των καρκίνων του μαστού), πολύ επιθετικός και διαγιγνώσκεται συνήθως σε νεαρές γυναίκες. Τα καρκινικά κύτταρα μπλοκάρουν τα λεμφαγγεία του δέρματος, με αποτέλεσμα να δημιουργείται εικόνα φλεγμονής.
8) Νόσος Paget της θηλής του μαστού: ο τύπος αυτός χαρακτηρίζεται από ανάπτυξη νεοπλασματικών κυττάρων στην επιδερμίδα του δέρματος της θηλής και μπορεί είτε να μην επεκτείνεται στον αυλό των υποκείμενων πόρων (in situ), είτε να συνοδεύεται από υποκείμενο διηθητικό πορογενές καρκίνωμα. Κλινικό χαρακτηριστικό της νόσου είναι η εκζεματοειδής εικόνα της θηλής.
Β. Λοβιακά Καρκινώματα
1) Μη Διηθητικό Λοβιακό Καρκίνωμα in situ (LCIS): Ο συγκεκριμένος τύπος δεν θεωρείται κακοήθεια του μαστού, αλλά σημαντικός παράγοντας κινδύνου για ανάπτυξη κακοήθειας, που κυμαίνεται 20-35%. Στην περίπτωση που έχει δημιουργηθεί ψηλαφητό μόρφωμα, με συνοδό παρουσία μικρο-αποτιτανώσεων ή η ιστολογική ανάλυση το έχει χαρακτηρίσει «πλειόμορφου τύπου», προτείνεται η αφαίρεσή του.
2) Διηθητικό Λοβιακό Καρκίνωμα (ILC): Αποτελεί το 10% των καρκινωμάτων του μαστού. Στο διηθητικό λοβιακό καρκίνωμα τα καρκινικά κύτταρα προέρχονται από τα λόβια του μαστού και εξαπλώνονται στον μαζικό αδένα που διηθούν. Είναι πολυεστιακό σε ποσοστό 55% και αμφοτερόπλευρο σε ποσοστό 20%.

ΣΕ ΠΟΙΕΣ ΗΛΙΚΙΕΣ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ ΣΥΧΝΟΤΕΡΑ Ο ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΜΑΣΤΟΥ ;
Σε πολλές γυναίκες επικρατεί η αντίληψη πως ο καρκίνος του μαστού εμφανίζεται πιο συχνά στις νεαρές γυναίκες, συγκριτικά με τις γυναίκες μεγαλύτερες ηλικίας. Αυτή η αντίληψη είναι εσφαλμένη, καθώς το 80% των περιπτώσεων καρκίνου μαστού παρουσιάζεται μετά την ηλικία των 50 ετών! Αντιθέτως, σε κοπέλες < 20 ετών δεν παρατηρείται εμφάνιση καρκίνου και στο ηλικιακό εύρος 20-30 ετών είναι εξαιρετικά σπάνιος.
Γενικά, οι έρευνες αναφέρουν πως η συχνότητα καρκίνου του μαστού διπλασιάζεται κάθε 10 χρόνια και μέχρι την ηλικία των 75 ετών. Μετά τα 75 έτη, αρχίζει να μειώνεται σταδιακά. Επομένως, μια γυναίκα 70 ετών, έχει διπλάσια πιθανότητα, συγκριτικά με αυτή των 60 ετών και τετραπλάσια με αυτή των 50 ετών. Να σημειωθεί πως σχεδόν το 50% των συνολικών περιπτώσεων καρκίνου μαστού εντοπίζεται σε γυναίκες ηλικιακού εύρους 50 – 65 ετών.

ΣΕ ΠΟΙΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ ΕΝΤΟΠΙΖΕΤΑΙ ΣΥΧΝΟΤΕΡΑ Ο ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΜΑΣΤΟΥ ;
Ο καρκίνος μαστού στις περισσότερες περιπτώσεις (45%) εντοπίζεται στο άνω – έξω τεταρτημόριο του μαστού. Σε ποσοστό 25% εντοπίζεται πλησίον της θηλής, 15% στο άνω – έσω τεταρτημόριο, 10% στο κάτω – έξω τεταρτημόριο και τέλος πιο σπάνια προσβάλει το κάτω – έσω τεταρτημόριο του μαστού σε ποσοστό 5%.

ΠΟΙΟΣ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟΝ ΚΑΡΚΙΝΟ ΜΑΣΤΟΥ ;
Επικρατεί μια κοινή αλλά λανθασμένη αντίληψη πως οι περισσότερες περιπτώσεις καρκίνου του μαστού σχετίζονται με την κληρονομικότητα. Η αλήθεια είναι πως μόνο στο 30 % των συνολικών περιπτώσεων, υπάρχει κάποιας μορφής κληρονομική επιβάρυνση με βάση το οικογενειακό ιστορικό. Ως εκ τούτου, το 70% των περιπτώσεων αφορά γυναίκες, χωρίς γνωστό οικογενειακό ιστορικό και χαρακτηρίζονται «σποραδικοί».
Επίσης, θα πρέπει να τονιστεί πως από το 30% των διαγνωσμένων καρκίνων του μαστού, που σχετίζεται με την κληρονομικότητα, περίπου το 10% οφείλεται στα γνωστά γονίδια BRCA-1 ή BRCA-2 και σε κάποια άλλα γονίδια υψηλού κινδύνου (πχ. STK, PTEN, TP53, CDH, κα). Στο υπόλοιπο περίπου 20%, η κληρονομικότητα υπάρχει μεν, αλλά είναι πολυπαραγοντική και ουσιαστικά αδιευκρίνιστη.

ΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΡΚΙΝΟ ΜΑΣΤΟΥ ;
Τι εννοούμε λέγοντας «παράγοντες κινδύνου» εμφάνισης καρκίνου του μαστού; Πρόκειται για οποιοδήποτε παράγοντα ή κατάσταση που θα μπορούσε να επηρεάσει τις πιθανότητες ανάπτυξης καρκίνου. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό, πως οι παράγοντες κινδύνου δεν οδηγούν υποχρεωτικά στην εκδήλωση της νόσου. Για παράδειγμα έχουμε παρατηρήσει στις περισσότερες γυναίκες που έχουν έναν ή και περισσότερους κινδύνους ανάπτυξης καρκίνου μαστού τελικά δε νοσούν, ενώ άλλες που δεν έχουν προφανείς λόγους, προσβάλλονται . Ακόμη και εάν μία γυναίκα έχει παράγοντες κινδύνου για να αναπτύξει καρκίνο του μαστού είναι δύσκολο να πούμε με βεβαιότητα εάν και πόσο αυτοί οι παράγοντες, θα συντελέσουν στην εμφάνιση της νόσου.
Οι παράγοντες κινδύνου θα μπορούσαν να ταξινομηθούν σε 2 βασικές κατηγορίες: (α) αυτοί που δεν σχετίζονται με προσωπικές επιλογές, επομένως δεν μπορούν να αλλάξουν και (β) αυτοί που εξαρτώνται με τον τρόπο ζωής και την συμπεριφορά του ατόμου και ενδεχομένως μπορούν να διαφοροποιηθούν.
Α. «Αντικειμενικοί» παράγοντες κινδύνου:
– το φύλο
– η ηλικία
– κληρονομικότητα
– προσωπικό ιστορικό καρκίνου μαστού
– οικογενειακό ιστορικό καρκίνου μαστού
– πυκνότητα μαστών
– κάποιες καλοήθεις παθήσεις – καταστάσεις του μαστού (πχ. υπερπλαστικές αλλοιώσεις, χωρίς ατυπία, υπερπλαστικές βλάβες με ατυπία)
– λοβιακό καρκίνωμα in situ
– έμμηνος ρήση (πρόωρη έναρξη – καθυστερημένη εμμηνόπαυση)
– προηγηθείσα ακτινοθεραπεία στο στήθος
Β. «Υποκειμενικοί» παράγοντες κινδύνου:
– αντισυλληπτικά χάπια
– κατανάλωση αλκοόλ
– ορμονική θεραπεία μετά την εμμηνόπαυση
– αυξημένο σωματικό βάρος
Επίσης, στατιστικές έρευνες αναφέρουν πως η απόκτηση παιδιών πριν την ηλικία των 30 ετών και ο θηλασμός (διάρκεια 1,5 – 2 έτη), μπορεί να προσφέρουν μείωση του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου του μαστού.
ΠΟΙΟΣ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΥΠΕΡΗΧΟΓΡΑΦΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗ ΕΝΤΟΠΙΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ ;
Το υπερηχογράφημα μαστού αποτελεί μια από τις βασικές απεικονιστικές εξετάσεις στην εξέταση του μαστού και κατ’επέκταση στην ανίχνευση του καρκίνου. Ο υπέρηχος, όπως και υπόλοιπες απεικονιστικές εξετάσεις, συμπληρώνει και δεν αντικαθιστά κάποια άλλη εξέταση. Κάθε εξέταση διαδραματίζει το δικό της ρόλο στη μελέτη του μαστού και είναι σημαντική στη συλλογή διαφορετικών πληροφοριών.
Πρωταρχικό πλεονέκτημα του υπερήχου, είναι η δυνατότητα κατανόησης ενός μορφώματος αν είναι κυστικό ή συμπαγές. Συνήθως, ο καρκίνος του μαστού εμφανίζεται ως συμπαγές μόρφωμα. Πέρα όμως από αυτό, ο υπέρηχος θα δώσει επιπλέον πληροφορίες αναφορικά με το σχήμα, τα όρια, τον προσανατολισμό αλλά και την πιθανή ύπαρξη ασβεστώσεων ή αλλοιώσεων στους ιστούς επιχωρίως. Με την χρήση του έγχρωμου Doppler θα προσφέρει πληροφορίες για την πιθανή αιμάτωσή του, ενώ με την ελαστογραφία (που πραγματοποιείται με την χρήση υπερήχου), θα έχουμε εικόνα της σκληρότητας του μορφώματος.
Ένα ακόμα πλεονέκτημα της χρήσης του υπερηχογραφήματος είναι η έλλειψη ακτινοβολίας, αφού έχει αποδειχθεί πως τα υπερηχητικά κύματα δεν βλάπτουν τον ανθρώπινο οργανισμό. Έτσι μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε εγκύους και γυναίκες κάθε ηλικίας, κυρίως νεαρές, που η χρήση της μαστογραφίας είναι απαγορευτική.
Μια ακόμα σημαντική εφαρμογή του υπερήχου είναι στην διενέργεια βιοψιών. Πολλές φορές κάποια μορφώματα δεν είναι ψηλαφητά, οπότε η χρήση του υπερήχου κρίνεται αναγκαία, τόσο για την εντόπισή τους, όσο και στην διαδικασία λήψης βιοψίας, κατευθύνοντας τη βελόνα μέσα στο ύποπτο μόρφωμα.
Το μειονέκτημα του υπερήχου είναι πως δεν μπορεί να ανιχνεύσει τις ύποπτες μικροαποτιτανώσεις, οι οποίες είναι ορατές στη μαστογραφία και αποτελούν συχνή εκδήλωση ενός αρχόμενου καρκίνου του μαστού. Ωστόσο, ο υπέρηχος αποτελεί εξέταση εκλογής για γυναίκες με πυκνούς μαστούς, όπου ελαττώνεται η διαγνωστική αξία της μαστογραφίας και η ανίχνευση μικρών μορφωμάτων είναι σχεδόν αδύνατη.
Σε κάθε περίπτωση ο υπέρηχος μαστού θα πρέπει να διενεργείται από εξιδεικευμένους ακτινολογους – ακτινοδιαγνώστες ιατρούς με υπερηχοτομογράφους υψηλής ευκρίνειας.